- Σκύλακ'
- Σκύλακα , Σκύλαξyoung dogmasc acc sgΣκύλακι , Σκύλαξyoung dogmasc dat sgΣκύλακε , Σκύλαξyoung dogmasc nom/voc/acc dualΣκύλακαι , Σκυλάκηfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκύλακ' — σκύλακα , σκύλαξ young dog masc/fem acc sg σκύλακι , σκύλαξ young dog masc/fem dat sg σκύλακε , σκύλαξ young dog masc/fem nom/voc/acc dual σκύλακαι , σκυλάκη fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκύλαξ — Ονομαστός γεωγράφος και θαλασσοπόρος από τα Καρύανδα της Καρίας, γι’ αυτό και ονομαζόταν Καρυανδεύς. Κατά τον Ηρόδοτο, ο Δαρείος τον έστειλε (521 485 π.Χ.) να εξερευνήσει τις ασιατικές ακτές, μαζί με άλλους εξερευνητές. Αυτοί αποπειράθηκαν τον… … Dictionary of Greek